- εὐέκπτωτος
- εὐέκ-πτωτος, ον,A prone to failure, Ptol.Tetr.161.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευέκπτωτος — εὐέκπτωτος, ον (Α) αυτός που ξεπέφτει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έκ πτωτος (< εκ πίπτω), τ. που εμφανίζει το θ. πτω (πρβλ. πτώ ση, πέ πτω κα)] … Dictionary of Greek